- γκαρσόν(ι)
- τό1) официант, гарсон; 2) холостяк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκαρσόν — και γκαρσόνι, το υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου κ.λπ., σερβιτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garcon «αγόρι»] … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
(ε)κατοστάρι — το 1. παλαιότερο χαρτονόμισμα αξίας εκατό δραχμών, το (ε)κατοστάρικο. 2. ποσότητα υγρού που ζύγιζε εκατό δράμια καθώς και το δοχείο που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση αυτής της ποσότητας, το (ε)κατοσταράκι: Γκαρσόν, ένα κατοστάρι στα δύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)